- απερίφραχτος
- -η, -οαυτός που δεν είναι περιφραγμένος, αμάντρωτος: Είχαν αφήσει το περιβόλι απερίφραχτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαλούπιαστος — η, ο [καλουπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μπει σε καλούπι, σε μήτρα, δεν πήρε σταθερή μορφή 2. απεριτείχιστος, απερίφραχτος (κήπος, περιοχή) 3. μτφ. κακοπλασμένος, δύσμορφος … Dictionary of Greek
απερίφρακτος — κ. απερίφραχτος, η, ο (AM ἀπερίφρακτος, ον) ο δίχως περίφραξη, απεριτοίχιστος, αμάνδρωτος αρχ. απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος … Dictionary of Greek
ακιγκλίδωτος — η, ο χωρίς κάγκελα, απερίφραχτος: Ο χώρος αυτός τότε ήταν ακιγκλίδωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)